νηνυρίζοντα

νηνυρίζοντα
νηνυρίζοντα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «θρηνοῡντα, λαλοῡντα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για εσφ. τ., αντί μινυρίζοντα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”